- εξωκοινοβουλευτικός
- -ή, -όαυτός που δεν προέρχεται από το κοινοβούλιο («εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
Κωνσταντόπουλος, Νίκος — (Κρέσταινα Ηλείας 1942 –). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπήρξε δραστήριο μέλος του φοιτητικού κινήματος από την προδικτατορική περίοδο. Επί απριλιανού καθεστώτος έδρασε στο πλαίσιο της οργάνωσης… … Dictionary of Greek
Μάξιμος, Δημήτριος — (Πάτρα 1873 – Αθήνα 1955). Οικονομολόγος και πολιτικός. Σταδιοδρόμησε στην Εθνική Τράπεζα, όπου το 1914 διετέλεσε υποδιοικητής της και το 1921 22 διοικητής. Το 1922 παραιτήθηκε από την τράπεζα και εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, για να επιστρέψει… … Dictionary of Greek